- καταμβλακεύω
- καταμβλακεύω (Α)παραμελώ κάτι από οκνηρία, από ραθυμία.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ἀμβλακεύω, μεταπλασμένος τ. τού ἀμβλακίσκω «αστοχώ, αποτυγχάνω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταμβλακεύουσι — καταμβλακεύω pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) καταμβλακεύω pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταμβλακεύειν — καταμβλακεύω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)